Δεν πειράζει σκέφτηκαν και πήγαν να κοιμηθούν αλλά.. υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι κι έτσι ο παπάς το παραχώρησε στην καλόγρια και θα κοιμόταν ο ίδιος στο πάτωμα μέσα σε έναν υπνόσακο.
Εκεί που είχε ξαπλώσει αυτός και είχε κλείσει και το φερμουάρ του υπνόσακου, του λέει η καλόγρια:
– Πάτερ, κρυώνω.
– Αδερφή, κάτσε στο κρεβάτι, θα πάω να σου φέρω εγώ να σκεπαστείς.
Πάει μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα, της φέρνει μία κουβέρτα. Ξαναπέφτει για ύπνο στο πάτωμα, όταν μέσα σε δύο λεπτά:
– Πάτερ, ακόμα κρυώνω.
– Αδερφή, μην ανησυχείς, θα σου φέρω εγώ κουβέρτα.
Πάει πάλι μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα και της φέρνει κι άλλη κουβέρτα. Ξαναπέφτει για ύπνο, οπότε γυρνάει σε ένα λεπτό πάλι η καλόγρια:
– Πάτερ, κάνει πολύ κρύο γιατί εγώ ακόμα κρυώνω.
– Αδερφή, κοίτα. Είμαστε μόνοι μας στη μέση του πουθενά και δεν μας βλέπει κανένας.
Θα σε πείραζε για απόψε να κάνουμε σαν να ήμασταν ένα παντρεμένο ζευγάρι και να κάνουμε ότι κάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι;
– Όχι πάτερ, δεν θα με πείραζε.
– Ε τότε σήκω πάνω και πάρε μόνη σου μια κουβέρτα!
Μεθυσμένος, όπως συμβαίνει συχνά, ο άντρας επιστρέφει αργά τη νύχτα στο σπίτι του, αλλά δεν κατορθώνει ν” ανοίξει την πόρτα.
Κάνει δε τόση φασαρία ώστε βγαίνει η γυναίκα του στο παράθυρο και του φωνάζει:
- Έχασες πάλι το κλειδί; Στάσου να πετάξω ένα άλλο.
- Πέταξέ μου καλύτερα μια κλειδαρότρυπα! Αυτή δεν μπορώ να βρω !!!!