- "Λοιπόν, αγόρι μου, επειδή είσαι πολύ καλός στη δουλειά σου αποφάσισα να σου κάνω ένα δώρο.
Θα πας στην καμπίνα μου και μέσα στο συρτάρι μου θα βρεις ένα παλιό λυχνάρι.
Τρίψε το κι απ' το τζίνι που θα εμφανιστεί ζήτα ό,τι θες!"
Ο μούτσος ευχαριστεί τον καπετάνιο και πάει στην καμπίνα του.
Βρίσκει το λυχνάρι, το τρίβει κι απ' το στόμιό του πετάγεται καπνός, που παίρνει σε λίγο τη μορφή ενός γέρικου πνεύματος.
- "Στις διαταγές σου, αφέντη μου. Ποια είναι η επιθυμία σου;".
Σκέφτεται λίγο ο μούτσος κι απαντά:
- "Θέλω μια κάσα λίρες".
- "Δε σ' άκουσα, αφέντη μου, τι είπες πως θέλεις;", ξαναρωτά το τζίνι.
- "ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΚΑΣΑ ΛΙΡΕΣ!!!", φωνάζει δυνατά ο μούτσος.
- "Καλά, αφέντη μου, πήγαινε και θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου", λέει το τζίνι.
Την άλλη μέρα μόλις ξυπνά ο μούτσος βλέπει να τον περιμένει μπροστά στο κρεβάτι του μια κάσα μπίρες.
Απογοητευμένος πηγαίνει στον καπετάνιο του.
- "Καπετάνιε, αυτό το κουφό το τζίνι αντί να μου φέρει μια κάσα λίρες που ζήτησα μου έφερε μια κάσα μπίρες!".
- "Βρε, το άχρηστο... Το ξανάκανε!"
- "Θέλεις να πεις, καπετάνιε, ότι το' χει ξανακάνει;", ρωτάει ο μούτσος.
- "Ναι, αγόρι μου. Νομίζεις πως εγώ του ζήτησα έναν μούτσο τριάντα εκατοστά;"
Κάποιος, πηγαίνοντας στη δουλειά του βλέπει ένα πλήθος ανθρώπων να περπατάει.
Κοιτάζοντας στην "κεφαλή" της πορείας, βλέπει ένα φέρετρο, από πίσω έναν κύριο με ένα σκυλάκι και ακολουθεί το πλήθος.
Πλησιάζει τον κύριο και τον ρωτάει:
- Τι γίνεται εδώ ρε φίλε;
- Άσε, του λέει αυτός, πέθανε η πεθερά μου.
- Σώπα ρε κακόμοιρε... Και, αν επιτρέπεται, πώς;
- Την δάγκωσε το σκυλάκι μου...
- Τι μου λες; Μπορείς να μου το δανείσεις για απόψε;
- Μπες στην ουρά!